- ὁμοτροπία
- ὁμοτροπίᾱ , ὁμοτροπίαsameness of characterfem nom/voc/acc dualὁμοτροπίᾱ , ὁμοτροπίαsameness of characterfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμοτροπίᾳ — ὁμοτροπίᾱͅ , ὁμοτροπία sameness of character fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτροπία — ὁμοτροπία, ἡ (Α) [ομότροπος] ομοιότητα ως προς τους τρόπους, την ψυχική διάθεση, τον χαρακτήρα ή τις συνήθειες … Dictionary of Greek
ὁμοτροπίαν — ὁμοτροπίᾱν , ὁμοτροπία sameness of character fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՄԱԿՐՕՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0016 Chronological Sequence: 8c, 12c, 14c գ. ὀμοτροπία conformitas, similitudo morum. Ձայնակցութիւն ʼի կրօնս եւ ʼի վարս. միաբանութիւն. համաձեւութիւն. *Համակրօնութիւն աստուածայնի որպէս համասնից օրինադրէ: Ըստ աստուածայնոյն ընտանութեան եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)